station
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English > Greek (Woodhouse)
substantive
position: P. and V. στάσις, ἡ.
rank: P. and V. τάξις, ἡ, ἀξίωμα, τό.
stage on a journey: P. σταθμός, ὁ (Xen.).
guard, post: P. φυλακτήριον, τό.
naval station: P. and V. ναύσταθμον, τό (Eur., Rhesus).
verb transitive
P. and V. τάσσειν, προστάσσειν, καθιστάναι.
station in front: P. προτάσσειν.
station in reserve: P. ἐπιτάσσεσθαι (Thuc. 6, 67).