Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σχολιαστής

From LSJ
Revision as of 08:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολιαστής Medium diacritics: σχολιαστής Low diacritics: σχολιαστής Capitals: ΣΧΟΛΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: scholiastḗs Transliteration B: scholiastēs Transliteration C: scholiastis Beta Code: sxoliasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A scholiast, commentator, Eust.194.31.

German (Pape)

[Seite 1058] ὁ, der Scholien schreibt, Scholiast, Ausleger, Erklärer, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχολιαστής: -οῦ, ὁ, (σχόλιον) ὁ σχολιάζων, γράφων σχόλια, τινὲς τῶν παλαιῶν σχολιαστῶν Ἡσιόδου Εὐστ. σ. 194.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ, θηλ. σχολιάστρια Ν σχολιάζω
πρόσωπο που συντάσσει σχόλια, ερμηνευτικές σημειώσεις, σε διάφορα κείμενα και κυρίως σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων («οι περισσότεροι σχολιαστές άκμασαν κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους»)
νεοελλ.
δημοσιογράφος που σχολιάζει την καθημερινή επικαιρότητα.