ὁμοερκής

From LSJ
Revision as of 14:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

διὰ τί αἱ μεγάλαι ὑπερβολαὶ νοσώδεις → why are great excesses disease-producing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοερκής Medium diacritics: ὁμοερκής Low diacritics: ομοερκής Capitals: ΟΜΟΕΡΚΗΣ
Transliteration A: homoerkḗs Transliteration B: homoerkēs Transliteration C: omoerkis Beta Code: o(moerkh/s

English (LSJ)

ές,

   A within the same house or prison, Sol. ap. Poll.6.156, Din.Fr.84 S. ; ὁ. κίονες, of pillars in mines, like μεσοκρινεῖς, AB286 :—also ὁμο-ειρκτής, οῦ, ὁ, Phot.

German (Pape)

[Seite 334] ές, in demselben Gehäge, Gehöfte, Sol. bei Poll. 6, 156, der das Wort tadelt. – B. A. 286 sind ὁμοερκεῖς κίονες erkl. οἱ τῶν μετάλλων κίονες.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοερκής: -ές, ὁ ὑφ’ ἓν ἕρκος μένων, τουτέστιν ὑπὸ τὸν αὐτὸν περίβολον, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ὁμοερκές, Σόλων παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 156· ὁμ. κίονες ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς μεταλλείοις στύλων, ὡς τὸ μεσοκρινεῖς, Α. Β. 286· ― ὡσαύτως ὁμοείρκτης, ου, ὁ, «ὁμότοιχος· ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους» Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 171.

Greek Monolingual

ὁμοερκής, -ές (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια οικία ή στην ίδια φυλακή με κάποιον
2. φρ. «κίονες ὁμοερκεῑς» — κίονες που χρησιμοποιούνταν ως στήριγμα σε μεταλλεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ερκής (< ἔρκος «φραγμός»), πρβλ. ευ-ερκής].