δόμημα
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
ατος, τό, A building, J.BJ5.5.1.
German (Pape)
[Seite 656] τό, das Gebäude, Euseb.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
construcción, estructura τὸ μέγεθος ... τοῦ δομήματος I.BI 5.189, cf. Eus.HE 10.4.43, sinón. de κτίσμα Hdn.Epim.23.10.
Greek Monolingual
δόμημα, το (AM)
κτίσμα, οικοδόμημα.