κηρογονία

From LSJ
Revision as of 10:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρογονία Medium diacritics: κηρογονία Low diacritics: κηρογονία Capitals: ΚΗΡΟΓΟΝΙΑ
Transliteration A: kērogonía Transliteration B: kērogonia Transliteration C: kirogonia Beta Code: khrogoni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A formation of wax or combs, LXX 4 Ma.14.19.

German (Pape)

[Seite 1433] ἡ, Erzeugung, Bildung des Wachses, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

κηρογονία: ἡ, ὁ σχηματισμὸς τοῦ κηροῦ ἢ τῆς κηρήθρας, Ἰωσήπ. Μακκ. 14.

Greek Monolingual

κηρογονία, ἡ (Α)
ο σχηματισμός κηρήθρας («μέλισσαι περὶ τὸν τῆς κηρογονίας καιρόν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -γονία (< -γονώ < -γόνος < γόνος), πρβλ. θεο-γονία, κοσμογονία.