κηρογονία
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
English (LSJ)
ἡ,
A formation of wax or combs, LXX 4 Ma.14.19.
German (Pape)
[Seite 1433] ἡ, Erzeugung, Bildung des Wachses, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
κηρογονία: ἡ, ὁ σχηματισμὸς τοῦ κηροῦ ἢ τῆς κηρήθρας, Ἰωσήπ. Μακκ. 14.
Greek Monolingual
κηρογονία, ἡ (Α)
ο σχηματισμός κηρήθρας («μέλισσαι περὶ τὸν τῆς κηρογονίας καιρόν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -γονία (< -γονώ < -γόνος < γόνος), πρβλ. θεο-γονία, κοσμογονία.