κεροφόρος

From LSJ
Revision as of 09:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεροφόρος Medium diacritics: κεροφόρος Low diacritics: κεροφόρος Capitals: ΚΕΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kerophóros Transliteration B: kerophoros Transliteration C: keroforos Beta Code: kerofo/ros

English (LSJ)

ον,    A = κερασφόρος 1, horned, βόες E.Ba.691.

German (Pape)

[Seite 1425] = κερασφόρος, βόες, Eur. Bacch. 690.

Greek (Liddell-Scott)

κεροφόρος: -ον, = κερασφόρος, ἔχων κέρατα, Εὐρ. Βάκχ. 691.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des cornes.
Étymologie: κέρας, φέρω.

Greek Monolingual

κεροφόρος, -ον (Α)
αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος («κεροφόρων βοῶν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρως + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κεροφόρος: -ον (φέρω) = κερασφόρος, αυτός που έχει κέρατα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κεροφόρος: носящий рога, рогатый (βόες Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεροφόρος -ον [κέρας, φέρω] hoorndragend.

Middle Liddell

κερο-φόρος, ον φέρω
= κερασφόρος, horned, Eur.