κνέφαλλον
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
τό,
A wool torn off in carding or fulling cloth, flock, used for stuffing cushions or pillows: hence, cushion, pillow, E.Fr.676, Cratin.99, Eup.228, Ar.Fr.19, etc. (prob. in IG12.330.22, cf. Demioprat. ap.Poll.10.39); κνάφαλλον, γνάφαλλον (cf. κνάπτω, γνάπτω) are freq. as vv.ll.; γνάφαλλα, PCair.Zen.298 (iii B.C.); Aeol. γνόφαλλον Alc.34.6.
Greek (Liddell-Scott)
κνέφαλλον: τὸ, ἔριον ἀπορριφθὲν κατὰ τὴν κατεργασίαν τοῦ μαλλοῦ ἢ τῶν ὑφασμάτων, «ἀπομεινάρι», ἐκ τοιούτων κνεφάλλων ἐπληροῦντο στρωμάτια καὶ προσκεφάλαια, καὶ ἐντεῦθεν τὸ κνέφαλλον σημαίνει στρῶμα ἢ προσκεφάλαιον, Εὐρ. Ἀποσπ. 677, Κρατῖν. ἐν «Μαλθακοῖς» 3, Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 36, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 84, κτλ.· κνάφαλλον, γνάφαλλον (ἅπερ, ἐν σχέσει πρὸς τὰ κνάπτω, γνάπτω, φαίνονται ὡς οἱ ὀρθότεροι τύποι) φέρονται συχνάκις ὡς διάφ. γραφαί, πρβλ. Meineke εἰς Κρατῖν. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· Αἰολ. γνόφαλλον Ἀλκαῖ. 34. Πρβλ. τύλη, καὶ ὡσαύτως γναφάλιον.