κοιτασμός
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Full diacritics: κοιτασμός | Medium diacritics: κοιτασμός | Low diacritics: κοιτασμός | Capitals: ΚΟΙΤΑΣΜΟΣ |
Transliteration A: koitasmós | Transliteration B: koitasmos | Transliteration C: koitasmos | Beta Code: koitasmo/s |
ὁ, A folding, βοῶν PMeyer 12.24 (ii A.D.), etc.
κοιτασμός, ὁ (AM) κοιτάζω
μσν.
το μέρος όπου πλαγιάζει κάποιος, η κοίτη
αρχ.
(για ζώα) το κλείσιμο σε μάντρα, το μάντρωμα («κοιτασμὸς προβάτων, βοῶν», πάπ.).