μελοκόπος
From LSJ
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
Full diacritics: μελοκόπος | Medium diacritics: μελοκόπος | Low diacritics: μελοκόπος | Capitals: ΜΕΛΟΚΟΠΟΣ |
Transliteration A: melokópos | Transliteration B: melokopos | Transliteration C: melokopos | Beta Code: meloko/pos |
A articulator, Gloss.
[Seite 127] Glieder zerhauend.
μελοκόπος: -ον, (μέλος Α, κόπτω) ὁ ἀκρωτηριάζων, Γλωσσ.
μελοκόπος, -ον (Α)
αυτός που ακρωτηριάζει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + κόπος (< κόπτω) πρβλ. ξυλο-κόπος.