νεκρόψυχος
From LSJ
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
English (LSJ)
ον, A spiritless, Cat.Cod.Astr. 8(4).139, Vett.Val.68.17.
Greek Monolingual
νεκρόψυχος, -ον (Α)
άθυμος, άψυχος δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. θνητό-ψυχος, ιερό-ψυχος].