παλαιουργός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A cobbler, Poll.7.82.
German (Pape)
[Seite 445] ὁ, Altflicker, Poll. 7, 82.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ τὰ παλαιὰ ἐπιρράπτων ὑποδήματα, ἐμβαλωτής, Πολυδ. Ζ΄, 82.
Greek Monolingual
παλαιουργός, ὁ (Α)
επιδιορθωτής παλιών υποδημάτων, μπαλωματής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -ουργός (< ἔργον)].