παραναγκάζω

From LSJ
Revision as of 08:43, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰναγκάζω Medium diacritics: παραναγκάζω Low diacritics: παραναγκάζω Capitals: ΠΑΡΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: paranankázō Transliteration B: paranankazō Transliteration C: paranagkazo Beta Code: paranagka/zw

English (LSJ)

   A accomplish a thing by force, v.l.for προς- in D.H. Lys.13.    2 Medic., π. ὀστέα force the ends of a bone together, Hp.Art.34.

German (Pape)

[Seite 490] mit Gewalt durchsetzen, erzwingen, τί, oder Einen mit Gewalt wozu bringen, Hippocr. u. Sp., dem βιάζεσθαι entsprechend, D. Hal. iud. de Lys. 13.

Greek (Liddell-Scott)

παρᾰναγκάζω: μέλλ. -άσω, κατορθώνω τι διὰ τῆς βίας, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 13· -π. ὀστέα, ἐξαναγκάζω τὰ ἄκρα αὐτῶν νὰ συνενωθῶσι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 800 (ἕτερον καταναγκ-).

Greek Monolingual

Α αναγκάζω
1. κατορθώνω κάτι με βίαιο τρόπο
2. ιατρ. φέρω κάτι κοντά σε άλλο αναγκάζοντας το («εἰ ἐγχρίπτων τις ἐς ἄλληλα τὰ ὀστέα παραναγκάζειν πειρᾱται», Ιπποκρ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αναγκάζω geneesk. zetten:. τὰ ὀστέα παραναγκάζειν de botten zetten Hp. Art. 34.