πλείω
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
A v. πλέω.
German (Pape)
[Seite 628] poet. statt πλέω, schiffen, Od. 15, 34. 16, 368.
Greek (Liddell-Scott)
πλείω: ποιητ. ἀντὶ πλέω.
French (Bailly abrégé)
1contr. p. πλείονα, acc. m. ou pl. neutre de πλείων.
2épq. et ion. c. πλέω.
English (Autenrieth)
(πλέϝω), inf. πλείειν, part. πλέων (Od. 1.183), πλείοντες, ipf. ἔπλεον, πλέεν, fut. πλεύσεσθε: sail; as if trans., ὑγρὰ κέλευθα, Od. 3.71.
see πλέω.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) βλ. πλέω.
Greek Monotonic
πλείω: ποιητ. αντί πλέω, πλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλείω Ion. voor πλέω.
πλείω acc. sing. of nom. en acc. n. pl. van πλείων.
Russian (Dvoretsky)
πλείω:
I (= πλείονα) acc. m и pl. n к πλείων.
II эп.-ион. = πλέω I.