σκυτοτομικός

From LSJ
Revision as of 14:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοτομικός Medium diacritics: σκυτοτομικός Low diacritics: σκυτοτομικός Capitals: ΣΚΥΤΟΤΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: skytotomikós Transliteration B: skytotomikos Transliteration C: skytotomikos Beta Code: skutotomiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a shoemaker, τὸ σ. πλῆθος Ar.Ec.432; ὁ σ.,= ὁ σκυτοτόμος, Pl.R.443c; ἡ -κή (sc. τέχνη), = foreg., ib.333a, etc.; ἡ σ. τέχνη Aeschin.1.97.

German (Pape)

[Seite 909] ή, όν, zum Schuster, zum Schusterhandwerke gehörig; πλῆθος, Ar. Eccl. 432; ὁ σκυτ., der Schuster, Plat. Rep. VI, 443 c; ἡ σκυτοτομική, das Schusterhandwerk, Theaet. 146 c u. öfter, wie Aesch. 1, 97.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτομικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σκυτοτόμον, τὸ σκ. πλῆθος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 432· ὁ σκ. = ὁ σκυτοτόμος, Πλάτ. Πολ. 443C· ἡ σκυτοτομική (ἐξυπακ. τέχνη), = τῷ προηγ., αὐτόθι 333Α, κτλ.· ἡ σκ. τέχνη Αἰσχίν. 14. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de cordonnier ; ὁ σκυτοτομικός cordonnier ; ἡ σκυτοτομικὴ τέχνη ou subst. ἡ σκυτοτομική art du cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σκυτοτόμος
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε σκυτοτόμο («τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος», Αριστοφ.)
2. το αρσ. ως ουσ.σκυτοτομικός
ο σκυτοτόμος («τὸν μὲν σκυτοτομικὸν φύσει ὀρθῶς ἔχειν σκυτοτομεῑν», Πλάτ.)
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκυτοτομική
η σκυτοτομία.

Greek Monotonic

σκῡτοτομικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε ή είναι κατάλληλος για υποδηματοποιό, σε Αριστοφ.· ὁ σκυτοτομικός = ὁ σκυτοτόμος, σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), το προηγ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτοτομικός: II ὁ сапожник Plat.
сапожный (τέχνη Aeschin.): τὸ σκυτοτομικὸν πλῆθος Arph. толпа сапожников.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοτομικός -ή -όν [σκυτοτόμος] behorend tot de schoenmakerij:. ἡ σκυτοτομική ( sc. τέχνη ) het schoenmakersvak. subst. ὁ σκυτοτομικός leerbewerker, schoenmaker.

Middle Liddell

σκῡτοτομικός, ή, όν
of or for a shoemaker, Ar.; ὁ σκ. = ὁ σκυτοτόμος, Plat.: ἡ-κή (sc. τέχνἠ, = σκυτοτομία, Plat. [from σκῡτοτόμος]