παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
Full diacritics: συναναλύω | Medium diacritics: συναναλύω | Low diacritics: συναναλύω | Capitals: ΣΥΝΑΝΑΛΥΩ |
Transliteration A: synanalýō | Transliteration B: synanalyō | Transliteration C: synanalyo | Beta Code: sunanalu/w |
Elean συναλλύω, in Med., A remit a debt, Schwyzer 418.7 (v B.C.).
και ηλειακ. τ. συναλλύω Α
χαρίζω οφειλή, διαγράφω χρέος.
και ηλειακ. τ. συναλλύω Α
χαρίζω οφειλή, διαγράφω χρέος.