φιλαλληλία

From LSJ
Revision as of 13:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλαλληλία Medium diacritics: φιλαλληλία Low diacritics: φιλαλληλία Capitals: ΦΙΛΑΛΛΗΛΙΑ
Transliteration A: philallēlía Transliteration B: philallēlia Transliteration C: filallilia Beta Code: filallhli/a

English (LSJ)

ἡ,

   A mutual love, Tz.ad Hes.Op.42: metaph. of numbers, affinity, Nicom.Ar.2.19, Iamb.in Nic.p.30P.

German (Pape)

[Seite 1274] ἡ, gegenseitige Liebe, Nicom. arithm. 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλαλληλία: ἡ, ἡ πρὸς ἀλλήλους ἀγάπη, τὸ ἐξ ἀγάπης καὶ φιλαλληλίας ἐπιστάξαι δάκρυον Κύριλλ. Ἀλεξ. Γλαφυρ. εἰς Δευτερονόμ. σ. 412, Εὐστάθ. 1126, 32, Πονημάτ. 13, 1, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλάλληλος
η αγάπη προς τον πλησίον, προς τον συνάνθρωπο, αλτρουισμός.