εὐκατανόητος
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ον,
A easy to observe or understand, Plb.18.30.11, Ptol.Tetr.30.
German (Pape)
[Seite 1074] leicht einzusehen, Pol. 18, 13 E.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατανόητος: -ον, εὐχερῶς κατανοούμενος, Πολύβ. 18. 13, 11.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐκατανόητος, -ον)
αυτός που κατανοείται εύκολα, ο ευκολονόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα-νοητός (< κατα-νοώ)].
Russian (Dvoretsky)
εὐκατανόητος: легко постигаемый, понятный Polyb.