πυράζω

From LSJ
Revision as of 12:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠράζω Medium diacritics: πυράζω Low diacritics: πυράζω Capitals: ΠΥΡΑΖΩ
Transliteration A: pyrázō Transliteration B: pyrazō Transliteration C: pyrazo Beta Code: pura/zw

English (LSJ)

   A singe, coined as etym. of πυρακτέω, EM697.16.

German (Pape)

[Seite 819] verbrennen, zw.

Greek (Liddell-Scott)

πῠράζω: πυρακτῶ, λέξις ἐπινοηθεῖσα ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, Ἐτυμολ. Μέγ. 697.

Greek Monolingual

Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) θερμαίνω κάτι ώσπου να γίνει διάπυρο, πυρακτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πυράζω παράγεται από τη λ. πῦρ και έχει πλαστεί για να διευκολυνθεί η ετυμολόγηση του ρ. πυρακτῶ].