ἀδίκαστος
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
ον,
A without judgement given, Pl.Ti.51c; δίκη IG12(2).530 (Eresos); undecided, Luc.Bis Acc.23. Adv. -τως without judgement, Aesop.223.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδίκαστος: -ον, ὁ μὴ δικασθείς, Πλάτ. Τίμ. 51C., μὴ ἀποφασισθείς, Λουκ. Δὶς κατηγορ. 23. ἐπίρρ. -τως, Αἴσωπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non jugé, non décidé.
Étymologie: ἀ, δικάζω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1sobre lo que no se emite juiciode una cuestión fil., Pl.Ti.51c
•sin resolver, sin fallar ἡ δίκη Luc.Bis Acc.23, cf. ILaod.Lyk.5.3 (II a.C.), IG 12(2).530 (Ereso, heleníst.).
2 no condenado de pers., Nonn.Par.Eu.Io.19.12.
II adv. -ως impunemente Hsch.s.u. ἀδαμία.
Greek Monotonic
ἀδίκαστος: -ον (δικάζω), αυτός που δεν έχει δικαστεί, δεν έχει αποφασιστεί, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδίκαστος: оставленный без решения, нерешенный (ἄκριτος καὶ ἀ. Plat.; δίκη Luc.).