ἀκριβασμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A commandment, LXX 3 Ki.11.34: pl., ἀ. καρδίας searchings of heart, ib.Jd.5.15 (cod. A); portion, gift, Aq.Ge.47.22.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 mandato μεγάλοι ἀκριβασμοὶ καρδίας LXX Id.5.15, de Dios, LXX 3Re.11.34 (ap.crít.), cf. Origenes Fr.in Ps.93.23 (p.180).
2 porción asignada Aq.Ge.47.22.
Greek Monolingual
ἀκριβασμός, ο (Α) ἀκριβάζω
1. ακρίβεια, πιστότητα
2. θέσπισμα, νομοθέτημα, διάταγμα.