ἀντανάκλαστος
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ον, A reciprocal, προσηγορία Priscian.Inst. 11.1.
Spanish (DGE)
-ον
recíproco e.d., conmutable con el adj., del participio οἱ δὲ διαλεκτικοὶ τὰ τοιαῦτα (palabras) καλοῦσιν <ἀντ>ανακλάστους Plu.2.1011d (cj.), ἀντανάκλαστον προσηγορίαν Priscian.Inst.11.1.