ἀνυποταξία
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
ἡ, A indiscipline, Phld.Lib.p.630.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυποταξία: ἡ, τὸ μὴ ὑποτάσσεσθαι, Βασίλ. IV. 261A κ. ἄλλοι.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
indisciplina Phld.Lib.p.63
•desobediencia Cyr.Al.M.69.1240B.
Greek Monolingual
η (Α ἀνυποταξία)
απείθεια, ανυπακοή
νεοελλ.
Στρ. στρατιωτικό αδίκημα κατά το οποίο στρατεύσιμος δεν παρουσιάστηκε για κατάταξη την τακτή ημερομηνία.