ἀφιλόξενος

From LSJ
Revision as of 16:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφῐλόξενος Medium diacritics: ἀφιλόξενος Low diacritics: αφιλόξενος Capitals: ΑΦΙΛΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: aphilóxenos Transliteration B: aphiloxenos Transliteration C: afiloksenos Beta Code: a)filo/cenos

English (LSJ)

ον,    A inhospitable, Eust. 1733.20.

Spanish (DGE)

-ον inhospitalario, ἀγνώμων καὶ ἀ. Eust.1733.20.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀφιλόξενος, -ον)
αυτός που δεν αγαπά τους ξένους ή που δεν τους περιποιείται
νεοελλ.
(για τόπο)
1. εκείνος που κατοικείται από αφιλόξενους ανθρώπους
2. αυτός που δεν αρέσει στους ξένους.