ἐνδόσιμος
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
English (LSJ)
ον,
A serving as a prelude, ᾆσμα Artem.2.66; ψαλμὸς ἐ. τῇ ᾠδῇ, Suid.: but usu. neut. ἐνδόσιμον, τό (τὸ πρὸ τῆς ᾠδῆς κιθάρισμα, Hsch.); that which gives the key to the tune, in music, Arist.Rh.1414b24, Mu.399a19, Hld.3.2, Ael.NA11.1, Poll.1.210: metaph., key-note of a speech, Arist.Rh.1415a7, Pol.1339a13, cf. Max.Tyr.7.7, Jul.Ep. 186: generally, signal for a race, Hld.4.3; [πρόβατα] πρὸς τὰ ἐ. τῆς σύριγγος ποιμαινόμενα Id.5.14: metaph., τὸ τοῦ καιροῦ καὶ τῆς ὥρας ἐ. Id.4.16; τοῦ φιλοσοφεῖν ἐ. ἔδωκαν Phld.Acad.Ind.p.5M.; ὥσπερ ἐ. ἕξει πρός τι Plu.2.73b; τοῦ λογισμοῦ τὸ ἐ. παρεσχηκότος Porph.Sent. 32, cf. Luc.Symp.30 (also ἐ. παρασχέσθαι Dam.Pr.415); λαβεῖν Luc. Alex.19; μέχρις ἂν τὸ ἐ. τῆς διαλύσεως σημήνῃ M.Ant.11.20; ἐ. τοῖς στρατιώταις ἔργῳ διδούς Hdn.3.6.10 (so prob. as Adj., [σιτία] ἐ. τῇ πέψει giving the signal for digestion, Plu.2.131c). II yielding, τὸ ἐ. καὶ πειθήνιον ib.442c, cf. Max.Tyr.1.2, Hld.9.4; of arguments, easily refuted, κατηγόρησεν ἐνδόσιμα Hyp.Fr.241; ἐνδόσιμα προτείνειν D.H.Rh.8.15.
German (Pape)
[Seite 835] 1) was gegeben, geschenkt wird, Schol. Ar. Nubb. 1200. – 2) nachgebend; σιτία τῇ πέψει, leicht verdaulich, Plut. san. tuend. p. 394; leicht, καὶ εὐδιάλυτα Dion. Hal. rhet. 8, 15; – κατηγόρησεν ἐνδόσιμα Hyperid. bei Poll. 8, 143. – 3) Nach Poll. 1, 210, τὸ δὲ ἐνδόσιμον εἰς τὸν δρόμον κροῦσαι τῷ ποδὶ τὴν γαστέρα καὶ ἀνακλάσαι τὸν αὐχένα ἐκ τοῦ χαλίνου, das Zeichen zum Lauf, das den Lauf Angebende oder Einleitende; so bes. von der Musik, Zeichen zum Anfang, Vorspiel; τὸ ἐνδόσιμον, das Vorspiel, Arist. rhet. 3, 14; vom Flötenspiel, von der Rede, pol. 8, 5; ἐνδόσιμον παρέχειν εἰς ξύμβασιν Arr. An. 1, 7, 8, Veranlassung, Gelegenheit, vgl. Luc. Alex. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδόσιμος: -ον, ἄμισθος, «τῇ ἐνδοσίμῳ τριακοστῇ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1200, Λατ. facilis· - ἐνδοτικός, εὔκολος, οὕτω μὲν δὴ καὶ ἐνδόσιμα καὶ εὐδιάλυτα προτείνει καὶ στρεφόμενα καὶ ἐναντία λέγει Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 8. 15· ἐνδόσιμα (τὰ σιτία) τῇ πέψει, εὔπεπτα, εὐκολοχώνευτα, Πλούτ. 2. 131C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui se laisse aller à, qui s’abandonne, se prête à, τινι;
2 subst. τὸ ἐνδόσιμον ce qui donne le ton, prélude d’un air de musique ou d’un discours.
Étymologie: ἐνδίδωμι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1débil ref. argumentos, neutr. plu. subst. como ac. int. κατηγόρησεν ἐνδόσιμα hizo débiles acusaciones Hyp.Fr.241
•frágil de naves, Max.Tyr.30.2
•suave, relajado del ejercicio fís. τὰ γυμνάσια Philostr.Gym.52.
2 dócil, condescendiente, sumiso οὐδαμῇ γὰρ ἐνδόσιμον ... ἡδονῇ ... τὴν ψυχὴν παρίστησιν de ninguna manera pone el alma a disposición del placer Clem.Al.Strom.7.7.45
•subst. τὸ ἐνδόσιμον sumisión, entrega junto a πειθήνιον ‘obediencia’, Plu.2.442c, op. ἀπότομον ‘severidad’, Gr.Naz.M.35.940A.
3 mús. que sirve de preludio, introductorio ref. un canto o composición musical αὐτῆς (χελιδόνος) ἡ φωνὴ οὐ θρῆνος ἀλλ' ᾆσμα ἐνδόσιμον καὶ κελευστικὸν πρὸς ἔργα Artem.2.66.
II subst. τὸ ἐνδόσιμον
1 impulso, factor desencadenante τὸ εἰς τὸν Ἰησοῦν ἐνδόσιμον ἐστι, ὁ κτίστης αὐτοῦ Λόγος ref. al Logos como sustancia que domina sobre las demás, Leont.Byz.M.86.1736D, λαῖλαψ νεφώδης εἰς ἀέρα ἔρχεται ἄνωθεν λαβοῦσα τὸ ἐ. Eust.1064.30, c. dat. ἐνδόσιμα τῇ πέψει καὶ μαλακτικὰ παρέχουσα proporcionando factores desencadenantes y facilitadores para la digestión Plu.2.131c.
2 pretexto, excusa τὸ ἐ. παρασχούσης τῆς ἐπιστολῆς Luc.Symp.30, λαβεῖν Luc.Alex.19, τοῦ λογισμοῦ τὸ ἐ. διὰ τῆς ῥοπῆς παρεσχηκότος Porph.Sent.32, cf. Gr.Nyss.Fat.34.7, Dam.in Prm.415, c. gen. τοῦ φιλοσοφεῖν Phld.Acad.Hist.1.20, προθυμίας καὶ ἀνδρείας τὸ ἐ. τοῖς στρατιώταις ἔργῳ διδούς Hdn.3.6.10, c. πρός y ac. ἑτέρου δὲ μικρολογουμένου ... ἐ. ἕξει πρὸς τὰ μείζονα τῶν ἁμαρτημάτων Plu.2.73b
•ocasión, oportunidad τοῦ καιροῦ καὶ τῆς ὥρας ἐ. Hld.4.16.2, ὅταν ὁ καιρὸς παράσχῃ τῆς ἀπολαύσεως τῶν καρπῶν τὸ ἐ. Gr.Nyss.Hom.in Cant.283.6.
3 tregua, prórroga ἐχέτω μὲν τὸ τῶν δύω μηνῶν καθ' ἕκαστον ἔτος ἐ. Iust.Nou.72.6, Φλωρέντιος ἐπίσκοπος Σάρδεων ἐνδόσιμον ᾔτησεν Euagr.Schol.HE 2.18 (p.80).
4 téc. vía, conducto ἐ. τῷ ὕδατι Hld.9.4.2.
5 mús. nota que da el tono al final de un preludio para el comienzo de un canto, Arist.Rh.1414b24, Ael.NA 11.1, c. gen. τοῦ μέλους Hld.3.2.2, cf. Max.Tyr.1.7, Iul.Ep.186.421a, Hsch., tb. ὁ ἐ. Sud.
•fig., ref. al mov. del universo, Arist.Mu.399a19
•toque, señal de inicio de una carrera τὸ παρὰ τῆς σάλπιγγος ἐ. Hld.4.3.1, (πρόβατα) ἠνείχετο πρὸς τὰ ἐνδόσιμα τῆς σύριγγος ποιμαινόμενα Hld.5.14.2, para que el caballo comience a correr, Poll.1.210, c. gen. de lo señalizado τῆς διαλύσεως M.Ant.11.20, cf. Clem.Al.QDS 6.4.
6 ret. exordio ref. un discurso, c. dat. τὰ ἐνδόσιμα τῷ λόγῳ equiv. a προοίμια Arist.Rh.1415a7, cf. Pol.1339a13
•en plu. expresiones introductorias de la discusión καὶ ἐνδόσιμα καὶ εὐδιάλυτα προτείνει ofrece expresiones que permiten la contradicción y son fácilmente refutables D.H.Rh.8.15.
7 concesión, permiso ἴσως ἄνωθεν οὐκ ἐνδοσίμου γενομένου Gr.Ant.Exerc.M.88.1884B.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδόσιμος: податливый: ἐ. τῇ πέψει Plut. удобоваримый.