ἐπίπηξ
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
πηγος, ὁ, A = ἐπίπηγμα, Apollod.Poliorc.188.4. 2. graft, Gp.4.12.8.
German (Pape)
[Seite 969] ηγος, ὁ, = ἐπίπηγμα, Mathem.; Pfropfreis, Geop.; vgl. Lob. paralip. 279.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπηξ: ὁ, = ἐπίπηγμα, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. 40· κλὼν πρὸς ἐγκεντρισμόν, ἔνθεμα, Γεωπ. 4. 12, 8.
Greek Monolingual
ἐπίπηξ, ὁ (AM)
μσν.
κλαδί που θα εγκεντρισθεί, θα μπολιασθεί κάπου, το μπόλι
αρχ.
το επίπηγμα.