ἑβδομηκοστός

From LSJ
Revision as of 22:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑβδομηκοστός Medium diacritics: ἑβδομηκοστός Low diacritics: εβδομηκοστός Capitals: ΕΒΔΟΜΗΚΟΣΤΟΣ
Transliteration A: hebdomēkostós Transliteration B: hebdomēkostos Transliteration C: evdomikostos Beta Code: e(bdomhkosto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A seventieth, Hp.Epid.7.7, LXX Za.1.12.

German (Pape)

[Seite 700] der siebzigste, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑβδομηκοστός: -ή, -όν, Ἱππ. 1211Ε.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 septuagésimo (ἡμέρη) Hp.Epid.7.7, ἔτος LXX Za.1.12, Plb.23.12.1, TAM 5.491 (I d.C.), Ὀλυμπιάς Eratosth.Fr.Hist.7, Plu.2.835a, Paus.6.3.8, ἑβδομηκοστὴ καὶ ἑβδόμη γενεά Gr.Nyss.Hom.creat.55.12
subst. ὁ ἑ. el (salmo) septuagésimo Gr.Nyss.Pss.95.20.
2 que dura setenta años χρόνος Thdt.M.80.1876D.
3 fem. subst. ἡ ἑ. (sc. ἡμέρα) el septuagésimo día τοῦ θεοῦ prob. ref. un día dentro de un período festivo SB 13867.47 (II d.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἑβδομηκοστός, -ή, -όν)
1. αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τη θέση με αριθμό εβδομήντα
2. το ουδ. ως ουσ. το εβδομηκοστό(ν)
ένα από τα εβδομήντα ίσα μέρη στα οποία διαιρείται ένα σύνολο.