ἰσάτις

From LSJ
Revision as of 12:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσάτις Medium diacritics: ἰσάτις Low diacritics: ισάτις Capitals: ΙΣΑΤΙΣ
Transliteration A: isátis Transliteration B: isatis Transliteration C: isatis Beta Code: i)sa/tis

English (LSJ)

ιδος, Hp.Ulc.11, Michel832 (Samos, iv B.C.) (but

   A -ιος Hp. Aff.38, -εως POxy.101.12): ἡ:—a plant producing a dark blue dye, woad, Lat. Isatis tinctoria, Hp. ll.cc., Thphr.Sens.77, Dsc.2.184, Plin.HN20.59.

German (Pape)

[Seite 1263] ιδος, ἡ, eine Pflanze, Waid, isatis tinctoria, zum Blaufärben, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσάτις: -ιδος, ἡ, φυτόν τι ἐξ οὗ γίνεται βαφὴ βαθέος κυανοῦ χρώματος, Λατ. isatis tinctoria, κοινῶς «λουλάκι», Ἱππ. 874Η, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 77, Διοσκ. 2. 216.

Greek Monolingual

η (Α ἰσάτις, -ιδος και -ιος και -εως)
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας βρασσικίδες
αρχ.
είδος φυτού από τα φύλλα του οποίου γίνεται βαφή με βαθύ γαλάζιο χρώμα, πιθανότατα η ίσατις η βαφική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τ. που δηλώνουν το ίδιο είδος φυτού (πρβλ. λατ. vitrum, αρχ. άνω γερμ. weit, αγγλοσαξ. wād). Ίσως πρόκειται για δάνειες λέξεις που έχουν την ίδια προέλευση].

Frisk Etymological English

-ιδος, -ιος, -εως
Grammatical information: f.
Meaning: name of a blue-colouring plant woad, Isatis tinctoria (Hp., Thphr., Samos IVa);
Derivatives: ἰσατώδης woad-like (Hp., Aret.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One adduced Lat. vitrum id. and OHG weit, OE wād woad, further MLat. waisda (Prellwitz2 s. v.); these seem too far off. Cf. W.-Hofmann s. 2. vitrum ; see Schwyzer 314 a. 506.

Frisk Etymology German

ἰσάτις: -ιδος, -ιος, -εως
{isátis}
Grammar: f.
Meaning: N. einer blaufärbenden Pflanze Waid, Isatis tinctoria (Hp., Thphr., Samos IVa usw.);
Derivative: davon ἰσατώδης waidähnlich (Hp., Aret.).
Etymology : Eine sehr entfernte Ähnlichkeit zeigen lat. vitrum ib. und ahd. weit, ags. wādWaid’, wozu noch mlat. waisda u. a. (Prellwitz2 s. v.); sie läßt sich vielleicht durch Entlehnungen aus einer gemeinsamen unbekannten Quelle erklären. Vgl. Bq s. v., WP. 1, 236, W.-Hofmann s. 2. vitrum m. Lit.; auch Schwyzer 314 u. 506.
Page 1,736