ὑπότυφλος
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
ον, A purblind, Plu.2.53f, Hierocl.p.29 A.
German (Pape)
[Seite 1237] etwas blind, halbblind, Plut. discr. ad. et am. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότυφλος: -ον, ὀλίγον τι τυφλός, σχεδὸν τυφλός, μύωψ, Πλούτ. 2. 53Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à demi aveugle.
Étymologie: ὑπό, τυφλός.
Greek Monolingual
-ον, Α τυφλός
πολύ μύωπας, μισότυφλος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπότυφλος: подслеповатый Plut.