πηδητής
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A leaper, dancer, Ptol.Tetr.64.
German (Pape)
[Seite 609] ὁ, der Springer, Hüpfer, Tänzer (?).
Greek (Liddell-Scott)
πηδητής: -οῦ, ὁ, ὁ πηδῶν, χορευτής, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 93.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ πηδώ
αυτός που πηδά, που έχει την ικανότητα να πηδά
νεοελλ.
ζωολ.
νυκτόβιο σκιουρόμορφο τρωκτικό, με ισχυρά τα πίσω πόδια, που ζει σε αμμώδεις εκτάσεις της κεντρικής και της νότιας Αφρικής
αρχ.
χορευτής («ὀρχησταὶ καὶ πηδηταί», Πτολ.).