πωρητύς

From LSJ
Revision as of 22:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πωρητύς Medium diacritics: πωρητύς Low diacritics: πωρητύς Capitals: ΠΩΡΗΤΥΣ
Transliteration A: pōrētýs Transliteration B: pōrētys Transliteration C: poritys Beta Code: pwrhtu/s

English (LSJ)

[ῡ], ύος, ἡ,    A misery, distress, Antim.56, Hsch.

German (Pape)

[Seite 828] ύος, ἡ, Elend, Unglück, Drangsal, Schol. Eur. Or. 392.

Greek (Liddell-Scott)

πωρητύς: [ῡ], ἡ, δυστυχία, ἐλεεινότης, Ἀντίμ. 58, «πωρητύς· ταλαιπωρία, πένθος» Ἡσύχ. Οἱ τύποι πώρη καὶ πῶρος εἶναι ἁπλῶς ἁμαρτήματα, Δινδ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 33.

Greek Monolingual

-ύος, ἡ, Α
δυστυχία, αθλιότηταπωρητύς
ταλαιπωρία, πένθος», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πωρῶ (Ι) «κηδεύω, πενθώ» + επίθημα -τύς (πρβλ. πρακ-τύς)].