ἀνασχετικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, A enduring, patient, Plu.2.31a.
German (Pape)
[Seite 210] duldsam, neben πρᾶος Plut. aud. poet. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασχετικός: -ή, -όν, ὑπομένων, ἐγκαρτερῶν, ὑπομονητικός, Πλούτ. 2. 31Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
patient.
Étymologie: ἀνέχω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν paciente Plu.2.31a.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνασχετικός, -ή, -όν)
ο ικανός ή κατάλληλος να φέρει ανάσχεση, αναχαίτιση, σταμάτημα
αρχ.
αυτός που εγκαρτερεί, υπομονητικός.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασχετικός: терпеливо переносящий, терпеливый Plut.