ἀσυνάρτητος

From LSJ
Revision as of 15:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυνάρτητος Medium diacritics: ἀσυνάρτητος Low diacritics: ασυνάρτητος Capitals: ΑΣΥΝΑΡΤΗΤΟΣ
Transliteration A: asynártētos Transliteration B: asynartētos Transliteration C: asynartitos Beta Code: a)suna/rthtos

English (LSJ)

ον,

   A disconnected, incoherent, D.H.Th.6, Gal.15.468, Sch.S.OC1560.    II in Metric, ἀσυνάρτητοι στίχοι verses compounded of independent κῶλα, Heph.15, Sch.Ar.Ra.1316, etc.

German (Pape)

[Seite 380] nicht verknüpft, unzusammenhangend. Bei den Metrikern sind ἀσυνάρτητοι Verse, in denen verschiedene Rhythmen locker od. gar nicht verbunden sind. Uebh. nicht zusammenpassend, Dion. Hal. iud. de Thuc. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνάρτητος: -ον, ἀσύνδετος, ἀσύναπτος, ἀνακόλουθος, εἰς πολλὰ μεμερισμένην καὶ ἀσυνάρτητα κεφάλαια Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 6. ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ἀσυνάρτητοι στίχοι εἶναι οἱ συγκείμενοι ἐξ ἑτερογενῶν μερῶν, «γίνεται δὲ καὶ ἀσυνάρτητα, ὁπόταν δύο κῶλα μὴ δυνάμενα ἀλλήλοις συναρτηθῆναι μηδὲ ἕνωσιν ἔχειν ἀντὶ ἑνὸς μόνου παραλαμβάνηται στίχου» Ἡφαιστ. 15, πρβλ. Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. π. Μουσ. 56. 12.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inconexo, incoherente de abstr. κεφάλαια D.H.Th.6, λήμματα S.E.P.2.153, λόγος Gal.15.468, τὸ δὲ δίδου μοι τοῦτο ἀσυνάρτητον Sch.S.OC 1560P., cf. Sch.Ar.Ra.1340.
2 métr. asinárteto στίχοι versos compuestos de κῶλα diferentes, Heph.15, Aristid.Quint.51.2, Sch.Ar.Ra.1316.
II adv. -ως incoherentemente ἐπεὶ ὁ γέρων εἶπεν ἀ. Sch.Ar.Nu.247, cf. Eus.E.Th.1.20.9
ἀ. ἐρράπτει Gr.Nyss.Hom.in Cant.2.1.6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυνάρτητος, -ον) συναρτώ
αυτός που δεν έχει ειρμό, ασύνδετος, ανακόλουθος
αρχ.-μσν.
(μετρ.) «ἀσυνάρτητοι στίχοι» — οι στίχοι που αποτελούνται από ανομοιογενή ημιστίχια.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυνάρτητος: досл. несвязанный, стих. разнородный, состоящий из разных размеров (στίχοι).