ὑπερθεματισμός

From LSJ
Revision as of 08:30, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερθεμᾰτισμός Medium diacritics: ὑπερθεματισμός Low diacritics: υπερθεματισμός Capitals: ΥΠΕΡΘΕΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: hyperthematismós Transliteration B: hyperthematismos Transliteration C: yperthematismos Beta Code: u(perqematismo/s

English (LSJ)

ὁ,    A overbidding, Gloss., Charis. p.553K.

German (Pape)

[Seite 1196] ὁ, das Ueberbieten, Sp.

Greek Monolingual

ο / ὑπερθεματισμός, ΝΜ ὑπερθεματίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υπερθεματίζω, η προσφορά υψηλότερης τιμής σε πλειστηριασμό, πλειοδοσία
νεοελλ.
1. (νομ.) έγγραφο αγοραπωλησίας με το οποίο οι συναλλασσόμενοι επιφυλάσσονται να θεωρήσουν την αγοραπωλησία σαν να μην έγινε στην περίπτωση που θα παρουσιαστεί κάποιος τρίτος με καλύτερους όρους
2. μτφ. κάθε είδους υπερβολή
μσν.
πέρασμα πέρα από τα όρια της επαρχίας.