προδρομή

Revision as of 09:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A running forward: sally, sudden attack, X.An.4.7.10: metaph., αἱ σαὶ π. τοῦ λόγου your lively sallies, Pl.Alc.1.114a.

German (Pape)

[Seite 717] ἡ, das Vorlaufen, Xen. An. 4, 7, 10; λόγου, Plat. Alc. I, 114 a.

Greek (Liddell-Scott)

προδρομή: ἡ, τὸ τρέχειν πρὸς τὰ ἐμπρός, προὔτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ἢ τρία βήματα... ἐφ’ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἅμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο Ξεν. Ἀν. 4. 7, 10· μεταφορ., αἱ σαὶ πρ. τοῦ λόγου, αἱ ζωηραὶ ἔφοδοι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Α.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
course en avant.
Étymologie: πρό, δραμεῖν.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός
2. (κατ' επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ' ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέονδέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.)
3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο ξέσπασμα με λόγια («τὰς σὰς προδρομὰς τοῦ λόγου», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δρομή (< δραμεῖν, απρμφ. αορ. του τρέχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δρεμ- (πρβλ. ἔδραμον, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα), πρβλ. ἐπι-δρομή, παρα-δρομή].

Greek Monotonic

προδρομή: ἡ, τρέξιμο προς τα εμπρός, χτύπημα, ξαφνική έφοδος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προδρομή: ἡ (про)бег, вылазка Xen.: αἱ προδρομαὶ τοῦ λόγου Plat. словесные уловки или реплики.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προδρομή -ῆς, ἡ [πρόδρομος] snelle uitval; overdr.. χαίρειν ἐάσας τὰς σὰς προδρομὰς τοῦ λόγου jouw uitvallen in het debat laat ik rusten Plat. Alc.1. 114a.

Middle Liddell

προδρομή, ἡ, [from προδρᾰμεῖν aor2 inf. of προτρέχω
a running forward, a sally, sudden attack, Xen.