ξηρώδης
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ες, A dryish, looking dry, EM557.27.
German (Pape)
[Seite 279] ες, wie trocken, trocken aussehend, E. M. v. Λάσιος.
Greek (Liddell-Scott)
ξηρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐνέχων ξηρότητα, Μέγ. Ἐτυμολογ. 557. 27.
Greek Monolingual
ξηρώδης, -ῶδες (Α) ξηρός
αυτός που δίνει την εντύπωση του ξηρού, που έχει ξηρότητα.