γηπάτταλος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ὁ, A oblong radish, com. word in Luc.Lex.2.
Greek (Liddell-Scott)
γηπάτταλος: ὁ, πάσσαλος τῆς γῆς, ῥαφανὶς ἢ «δαυκίον», κωμ. λέξ. ἐν Λουκ. Λεξιφ. 2.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
litt. clou ou cheville en terre, n. comm. d’une sorte de légume, raifort ou rave.
Étymologie: γῆ, πάτταλος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ bot. rábano Luc.Lex.2.
Greek Monolingual
γηπάτταλος, ο (Α)
(κωμική λέξη του Λουκ.) πάσσαλος της γης, δηλ. το φυτό ραπάνι, η ραφανίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + πάτταλος (αττ. τ. του πάσσαλος)].
Russian (Dvoretsky)
γηπάττᾰλος: ὁ ирон. земляной гвоздь, т. е. редька Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γηπάτταλος -ου, ὁ [γῆ, πάτταλος aard-pin (kom. woord voor radijs). Luc. 46.2.