εὐδιάσειστος
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ον,
A easily shaken, ἀνέμῳ EM104.5, cf. Hsch.s.v. ῥαδινόν, etc. II easy to disprove, A.D.Pron.4.23.
German (Pape)
[Seite 1062] wohl durchschüttelt; leicht zu erschüttern, zu widerlegen, Schol. Il. 5, 226; Apoll. Dysc. Pron. 386.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάσειστος: -ον, εὐκόλως διασειόμενος, Ἐτυμ. Μ. 104. 5, κλ. ΙΙ. ὃν εὐκόλως ἀνασκευάζει τις, Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 3Β.
Greek Monolingual
εὐδιάσειστος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που σείεται εύκολα («διὰ τὸ φύλλον εὐδιάσειστον εἶναι παντὶ ἀνέμῳ», Ε. Μ.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανασκευάσει, να αναιρέσει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάσειστος (< διασείω)].