εὐδιάσειστος

From LSJ
Revision as of 15:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάσειστος Medium diacritics: εὐδιάσειστος Low diacritics: ευδιάσειστος Capitals: ΕΥΔΙΑΣΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eudiáseistos Transliteration B: eudiaseistos Transliteration C: evdiaseistos Beta Code: eu)dia/seistos

English (LSJ)

ον,

   A easily shaken, ἀνέμῳ EM104.5, cf. Hsch.s.v. ῥαδινόν, etc.    II easy to disprove, A.D.Pron.4.23.

German (Pape)

[Seite 1062] wohl durchschüttelt; leicht zu erschüttern, zu widerlegen, Schol. Il. 5, 226; Apoll. Dysc. Pron. 386.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάσειστος: -ον, εὐκόλως διασειόμενος, Ἐτυμ. Μ. 104. 5, κλ. ΙΙ. ὃν εὐκόλως ἀνασκευάζει τις, Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 3Β.

Greek Monolingual

εὐδιάσειστος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που σείεται εύκολα («διὰ τὸ φύλλον εὐδιάσειστον εἶναι παντὶ ἀνέμῳ», Ε. Μ.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανασκευάσει, να αναιρέσει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάσειστος (< διασείω)].