διανοητής
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who thinks, gloss on φρόνιμος, Hsch.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ que piensa, inteligenteglos. a φρόνιμος Hsch.
Greek Monolingual
ο (Α διανοητής) διανοούμαι
διανοούμενος, στοχαστής
αρχ.
ο φρόνιμος, ο συνετός.