δυσκαρτέρητος

From LSJ
Revision as of 19:45, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκαρτέρητος Medium diacritics: δυσκαρτέρητος Low diacritics: δυσκαρτέρητος Capitals: ΔΥΣΚΑΡΤΕΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskartérētos Transliteration B: dyskarterētos Transliteration C: dyskarteritos Beta Code: duskarte/rhtos

English (LSJ)

ον,    A hard to endure, Ph.2.73, Plu.Phoc.4, etc. Adv. -τως Porph.Marc.8, Herod. Med. ap. Aët.9.2.

German (Pape)

[Seite 682] schwer auszuhalten, ψῦχος Plut. Phoc. 4; τὸ δ. τῆς κοινωνίας Lyc. et. Num. 3.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκαρτέρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ὑπομείνῃ τις, ψῦχος Πλούτ. Φωκ. 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, καρτερέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de soportar, insoportable ψῦχος Duris 50, πεῖναν ... καὶ δίψαν θάλπος τε καὶ κρύος καὶ ὅσα ἄλλα δυσκαρτέρητα Ph.1.639, ἀλγηδόνες Ph.2.15, κακοπάθειαι Ph.2.73, cf. Plu.2.753c, Num.25
irresistible ἐπιθυμία καὶ ὁρμὴ πρὸς δόξαν Plu.2.546c
que no se tolera bien ὁ τρόπος οὗτος ... τῆς διαδέσεως de un tratamiento médico, Sor.2.6.102.
2 adv. -ως insoportablemente πυρεῖσθαι Herod.Med. en Aët.9.2, ἔχειν Porph.Marc.8.

Greek Monolingual

δυσκαρτέρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα ανέχεται κανείς.

Greek Monotonic

δυσκαρτέρητος: -ον (καρτερέω), δύσκολος να υποφερθεί, δυσβάστακτος, ασήκωτος, αφόρητος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσκαρτέρητος: с трудом выдерживаемый, невыносимый (ψῦχος, πόνος Plut.).

Middle Liddell

δυσ-καρτέρητος, ον καρτερέω
hard to endure, Plut.