δίκρουνος

From LSJ
Revision as of 20:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίκρουνος Medium diacritics: δίκρουνος Low diacritics: δίκρουνος Capitals: ΔΙΚΡΟΥΝΟΣ
Transliteration A: díkrounos Transliteration B: dikrounos Transliteration C: dikrounos Beta Code: di/krounos

English (LSJ)

ον,

   A with two springs, ῥυτὸν δ. a vase from which two kinds of wine could be poured, Damox.1.3; δ., τό, Haussoullier Milet p.199.

German (Pape)

[Seite 630] mit zwei Quellen, Sprudelröhren; Da mox. Ath. XI, 469 a.

Greek (Liddell-Scott)

δίκρουνος: -ον, ὁ ἔχων δύο κρουνούς, ῥυτὸν δ., ἀγγεῖον, ἐξ οὗ δύο εἰδῶν οἶνος ἠδύνατο νὰ ἐξαχθῇ, Δαμόξ. Αὑτ. πενθ. 1

Spanish (DGE)

-ον
1 de doble caño o pitorro ῥυτόν Damox.1.3, δίκερας ἢ δίκρουνον ῥυτόν Poll.6.97, (ῥυτόν) δίκρουνον ἔχοντα ἐλαφίου κεφαλήν ID 1417B.2.15, cf. 1403Bb.1.77, 1429B.1.75, 1441A.2.85 (todas II a.C.), Σκύλλας δίκρουνον σκεῦος Antisth.Paph. en Philologus 101.1957.105
subst. τὸ δ. vasija de doble caño op. μονόκρουνον Didyma 467.10 (II a.C.).
2 que fluye con doble chorro ῥοή de la herida de Cristo en la cruz, que manaba agua y vino sin mezclarse Chr.Pat.1226.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίκρουνος, -ον)
(για βρύσες ή αγγεία) αυτός που έχει δύο κρουνούς
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ δίκρουνον
αγγείο με δύο χωρίσματα για δύο διαφορετικά κρασιά.