διασμιλεύω

From LSJ
Revision as of 20:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασμῑλεύω Medium diacritics: διασμιλεύω Low diacritics: διασμιλεύω Capitals: ΔΙΑΣΜΙΛΕΥΩ
Transliteration A: diasmileúō Transliteration B: diasmileuō Transliteration C: diasmileyo Beta Code: diasmileu/w

English (LSJ)

   A polish off with the chisel: metaph., δ. βίβλους AP15.38 (Cometas); διεσμιλευμέναι φροντίδες refined, subtle theories, Alex. 221.8. Adv. διεσμιλευμένως Poll.6.150, Hsch.

German (Pape)

[Seite 602] ausschnityen; – ausputzen, poliren; διεσμιλευμέναι φροντίδες καὶ λεπτοὶ λόγοι, Alexis bei Ath. IV, 161 b; – βίβλους Ὁμηρείους, Comet. 6 (XV, 38).

Greek (Liddell-Scott)

διασμῑλεύω: λεαίνω, στιλβώνω διὰ τῆς σμίλης· μεταγ., δ. βίβλους Ἀνθ. Π. 15. 38· διεσμιλευμέναι φροντίδες, λελεπτυσμέναι, ἐντέχνως κατειργασμέναι θεωρίαι, Ἄλεξ. Ταραντ. 1. 8.‒ Ἐπίρρ. διεσμιλευμένως Πολυδ. Ϛʹ, 150, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

limer, polir en limant.
Étymologie: διά, σμιλεύω.

Spanish (DGE)

(διασμῑλεύω)
limar, pulir fig. στίξας διεσμίλευσα ταύτας (τὰς Ὁμηρείους βίβλους) ἐντέχνως puntué y pulí estos (poemas homéricos) según las reglas, AP 15.38 (Cometas), en v. pas. λόγοι λεπτοὶ διεσμιλευμέναι τε φροντίδες palabras sutiles y pensamientos tallados a cincel Alex.223.8, cf. Poll.6.149, Hsch.δ 1663
ref. pers., en v. pas. ser refinado Dioscorus 10.4, 11.4.

Greek Monolingual

διασμιλεύω (Α)
1. καθιστώ λείο, στιλβώνω με τη σμίλη
2. φρ. «διεσμιλευμέναι φροντίδες» — θεωρίες έντεχνα επεξεργασμένες.

Greek Monotonic

διασμῑλεύω: μέλ. -σω, λειαίνω, στιλβώνω με τη σμίλη, μεταφ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

διασμῑλεύω: досл. подпиливать, шлифовать, перен. исправлять (τὰς βίβλους ἐφθαρμένας Anth.).

Middle Liddell

fut. σω
to polish off with the chisel: metaph., Anth.