μεγαλογραφία

From LSJ
Revision as of 11:46, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλογρᾰφία Medium diacritics: μεγαλογραφία Low diacritics: μεγαλογραφία Capitals: ΜΕΓΑΛΟΓΡΑΦΙΑ
Transliteration A: megalographía Transliteration B: megalographia Transliteration C: megalografia Beta Code: megalografi/a

English (LSJ)

ἡ,    A painting on a large scale, Vitr.7.4.4.

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, Malerei großer Gegenstände, Sp., Vitruv. 7, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλογρᾰφία: ἡ, τὸ ζωγραφεῖν μεγάλα πράγματα, Βιτρούβ. 7, 4.

Greek Monolingual

μεγαλογραφία, ἡ (Α) μεγαλογράφος
το να ζωγραφίζει κάποιος έχοντας μεγάλη κλίμακα θεμάτων.