συνυποζεύγνυμι
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
English (LSJ)
A put under the yoke together, Ath.12.533d.
Greek (Liddell-Scott)
συνυποζεύγνῡμι: ὑποζευγνύω ὁμοῦ, ζευγνύω εἰς τὸν ζυγὸν ὁμοῦ, ἑταίρας δ’ συνυπέζευξεν ὡς ἵππους Ἀθήν. 533D.
Greek Monolingual
Α
βάζω κάτω από τον ζυγό κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὑποζεύγνυμι «βάζω σε ζυγό, ζεύω»].