καλλιχέλωνος

From LSJ
Revision as of 20:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιχέλωνος Medium diacritics: καλλιχέλωνος Low diacritics: καλλιχέλωνος Capitals: ΚΑΛΛΙΧΕΛΩΝΟΣ
Transliteration A: kallichélōnos Transliteration B: kallichelōnos Transliteration C: kallichelonos Beta Code: kallixe/lwnos

English (LSJ)

ον,

   A with a beautiful tortoise on it, ὀβολός Eup.141.

German (Pape)

[Seite 1311] mit einer schönen Schildkröte, ὀβολός, vom Gepräge, Eupol. bei Poll. 9, 74.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιχέλωνος: -ον, «καλλιχέλωνος· ὁ ὀβολός. εἶχε γὰρ τὸ νόμισμα χελώνη ἐπικεχαραγμένην» Ἡσύχ. - «ἐν τοῖς Εὐπόλιδος Εἵλωσιν εἴρηται ‘ὀβολὸν τὸν καλλιχέλωνον’» (Εὔπολις ἐν «Εἵλωσιν» 4) Πολυδ. Θ΄, 74, πρβλ. χελώνη VI, Müller Aegin. σ. 95.

Greek Monolingual

καλλιχέλωνος, -ον (Α)
(για οβολό) αυτός που έχει ωραία απεικόνιση χελώνας.