εὐχυμία

From LSJ
Revision as of 20:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Plutarch, De virtute et vitio
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχῡμία Medium diacritics: εὐχυμία Low diacritics: ευχυμία Capitals: ΕΥΧΥΜΙΑ
Transliteration A: euchymía Transliteration B: euchymia Transliteration C: efchymia Beta Code: eu)xumi/a

English (LSJ)

ἡ,    A = εὐχυλία, Hp.Loc.Hom.10 (dub. l.), Thphr.CP6.11.4.    II Medic., healthy state of the humours, Gal.11.491, al.    2 of food, faculty of producing such a state, Id.6 749.

German (Pape)

[Seite 1110] ἡ, = εὐχυλία, guter Geschmack, Hippocr., Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχῡμία: ἡ, = εὐχυλία, Ἱππ. 412. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11. 4.

Greek Monolingual

η (Α εὐχυμία) εύχυμος
αφθονία εύγευστου χυμού, γευστικότητα, καλή γεύση, νοστιμάδα
αρχ.
1. ιατρ. η καλή κατάσταση τών χυμών του σώματος
2. (για τροφές) η ικανότητα της δημιουργίας καλής χημικής καταστάσεως.

Russian (Dvoretsky)

εὐχῡμία: ἡ сочность (sc. τοῦ ξύλου Plut.).