κοινοταφής

From LSJ
Revision as of 09:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοτᾰφής Medium diacritics: κοινοταφής Low diacritics: κοινοταφής Capitals: ΚΟΙΝΟΤΑΦΗΣ
Transliteration A: koinotaphḗs Transliteration B: koinotaphēs Transliteration C: koinotafis Beta Code: koinotafh/s

English (LSJ)

ές,    A in which all must be buried, Λύσιλλαν κατέχει κ. θάλαμος Ath.Mitt.10.405 (iv B.C.).

Greek Monolingual

κοινοταφής, -ές (Α)
επιγρ. (για θάλαμο) αυτός που χρησιμεύει ως κοινός τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -ταφής (< τάφος), πρβλ. νεο-ταφής].