κατωνάκη

From LSJ
Revision as of 20:36, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατωνάκη Medium diacritics: κατωνάκη Low diacritics: κατωνάκη Capitals: ΚΑΤΩΝΑΚΗ
Transliteration A: katōnákē Transliteration B: katōnakē Transliteration C: katonaki Beta Code: katwna/kh

English (LSJ)

[νᾰ], ἡ,

   A coarse frock with a border of sheepskin (νάκος), worn by slaves and labourers, Ar.Lys.1151, Ec.724, Theopomp.Com. 99.

German (Pape)

[Seite 1407] ἡ, ein Sklavenkleid, das unten einen Vorstoß von Schaaffell hat (νάκος), Ar. Lys. 1150 Eccl. 721. Bei Suid. auch κατωνάκης, ὁ.

Greek (Liddell-Scott)

κατωνάκη: νᾰ, ἡ, ἔνδυμά τι εὐτελὲς ἔχον ἐκ τῶν κάτω μερῶν νάκος (διφθέραν) περιερραμμένον φερόμενον ὑπὸ δούλων καὶ ἐργατῶν, «δοκοῦσι δὲ τοῦτο ἀμφιέσασθαι Ἀθηναῖοι τῶν περὶ Πεισίστρατον τυράννων ἐπαναγκασάντων, ἵνα ὑπὸ εὐτελείας μὴ κατίωσιν εἰς τὸ ἄστυ οἱ πολῖται» Ἡσύχ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1151, Ἐκκλ. 724. πρβλ. Βεκκῆρ. εἰς Χαρικλ. 442· «χιτὼν δουλικὸς καὶ ἀνελεύθερος» Σουΐδ. Πολυδ. Ζ΄ 68.

Greek Monolingual

κατωνάκη, ἡ (Α)
φτωχικό χοντρό ένδυμα με δέρμα στο κάτω μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + νάκη «δέρμα τριχωτό, προβειά»].

Russian (Dvoretsky)

κατωνάκη: (νᾰ) ἡ катонака (верхняя одежда рабов с овчинной опушкой внизу) Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατωνάκη -ης, ἡ [κάτω, νάκη] katonakè (kledingstuk van schapenvel).