ἄτρυγος
From LSJ
παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
English (LSJ)
ον, (τρύξ)
A without lees, clarified, pure, οἶνος, opp. τρυγίας, Orac. ap. Arist.Fr.597; ἔλαιον LXX Ex.27.20.
German (Pape)
[Seite 389] (τρύξ), ohne Hefen, rein, οἶνος Orak. bei Ath. I, 31 c, Ggstz τρυγίας.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans lie, clair, limpide.
Étymologie: ἀ, τρύξ.
Spanish (DGE)
(ἄτρῠγος) -ον
carente de heces, limpio, sin poso οἶνος Orác. en Arist.Fr.597, ἔλαιον LXX Ex.27.20, πόμα Meth.Symp.4.5.
Greek Monolingual
ἄτρυγος, -ον (Α)
ο χωρίς τρυγιά, ο χωρίς κατακάθι, ο διαυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τρυξ (-γός) «θολό κρασί, κατακάθι κρασιού»].
Russian (Dvoretsky)
ἄτρῠγος: без отстоя, чистый, прозрачный (οἶνος Plut.).