καλλιλαμπέτης

From LSJ
Revision as of 22:25, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιλαμπέτης Medium diacritics: καλλιλαμπέτης Low diacritics: καλλιλαμπέτης Capitals: ΚΑΛΛΙΛΑΜΠΕΤΗΣ
Transliteration A: kallilampétēs Transliteration B: kallilampetēs Transliteration C: kallilampetis Beta Code: kallilampe/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A beautifully shining, Ἥλιος Anacr. 27.

German (Pape)

[Seite 1310] ὁ, schön leuchtend, ἥλιος Anacr. bei E. M. 670, 19.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιλαμπέτης: -ου, ὁ, ὁ καλῶς λάμπων, Ἥλιος Ἀνακρ. 25.

Greek Monolingual

καλλιλαμπέτης, ὁ (Α)
αυτός που λάμπει ωραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + λαμπέτης «λαμπρός» (< λάμπω)].

Russian (Dvoretsky)

καλλῐλαμπέτης: ου adj. m прекрасно сияющий, лучезарный (ἥλιος Anacr.).