κατειλυσπάομαι

From LSJ
Revision as of 08:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατειλυσπάομαι Medium diacritics: κατειλυσπάομαι Low diacritics: κατειλυσπάομαι Capitals: ΚΑΤΕΙΛΥΣΠΑΟΜΑΙ
Transliteration A: kateilyspáomai Transliteration B: kateilyspaomai Transliteration C: kateilyspaomai Beta Code: kateiluspa/omai

English (LSJ)

Pass.,    A wriggle down, Ar.Lys.722.

German (Pape)

[Seite 1394] sich herunterwinden, = simpl., Ar. Lys. 722.

Greek (Liddell-Scott)

κατειλυσπάομαι: Παθ. (εἰλεῖν καὶ σπᾶσθαι), τὴν δ’ ἐκ τροχαλίας κατειλυσπωμένην (κατέλαβον) Ἀριστοφ. Λυσ. 722· πρόκειται περὶ γυναικὸς καταβαινούσης ἐκ τῆς ἀκροπόλεως διὰ τῆς τροχαλίας, δηλ. προσδεδεμένη εἰς τὸ ἓν ἄκρον τοῦ σχοινίου τῆς τροχαλίας ἐφέρετο πρὸς τὰ κάτω διὰ τοῦ ἰδίου βάρους, ἐν ᾧ ταυτοχρόνως ἐχάλα τὸ ἕτερον ἄκρον τοῦ σχοινίου ὅπερ ἐκράτει διὰ τῶν χειρῶν της·- πρβλ. ἰλυσπ-.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ειλυσπάομαι, alleen praes., naar beneden glijden.

Russian (Dvoretsky)

κατειλυσπάομαι: соскальзывать, скатываться, спускаться (ἐκ τροχιλίας Arph.).